- παρακομίζω
- Α1. οδηγώ κάποιον, συνοδεύω2. μεταφέρω («ἐν τοσαύταις ἡμέραις τὴν Λητὼ παρεκόμισαν ἐξ Ὑπερβορέων εἰς Δῆλον», Αριστοτ.)3. προσκομίζω («τί δῆτα ἀδικέουσι οὗτοι ἡμῑν σιτία παρακομίζοντες;», Ηρόδ.)4. παίρνω, δέχομαι5. (μέσ. και παθ.) παρακομίζομαια) φροντίζω, ενεργώ ώστε να μεταφερθεί κάτι σ' εμέναβ) πλέω παραπλεύρως, παραπλέωγ) διέρχομαι στο απέναντι μέρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κομίζω].
Dictionary of Greek. 2013.